έθελοντης

έθελοντης
ο , έθελοντίς (-ίδος) η доброволец

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "έθελοντης" в других словарях:

  • ἐθελοντής — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εθελοντής — ο (θηλ. εθελόντρια) (AM ἐθελοντής Α και ἐθελοντήρ θηλ. ἐθελοντίς, η) αυτός που προσφέρεται αυτοπροαίρετα να κάνει κάτι νεοελλ. αυτός που κατατάσσεται εκούσια στον στρατό αρχ. είδος μίμων, δεικηλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εθελοντής ανάγεται σε θ.… …   Dictionary of Greek

  • εθελοντής — ο θηλ. ντρια 1. που θεληματικά προσφέρεται να πράξει κάτι: Εθελοντής αιμοδότης. 2. που με τη θέλησή του κατατάσσεται στο στρατό, χωρίς να έχει καμιά στρατιωτική υποχρέωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 'θελοντής — ἐθελοντής , ἐθελοντής masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθελονταῖς — ἐθελοντής masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθελονταί — ἐθελοντής masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθελοντοῦ — ἐθελοντής masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθελοντῇ — ἐθελοντής masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθελοντῶν — ἐθελοντής masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'θελοντάς — ἐθελοντά̱ς , ἐθελοντής masc acc pl ἐθελοντά̱ς , ἐθελοντής masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθελοντάς — ἐθελοντά̱ς , ἐθελοντής masc acc pl ἐθελοντά̱ς , ἐθελοντής masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»